- ἀφοσίωσις
- ἀφοσίωσιςpurificationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφοσιώσει — ἀφοσίωσις purification fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφοσιώσεϊ , ἀφοσίωσις purification fem dat sg (epic) ἀφοσίωσις purification fem dat sg (attic ionic) ἀφοσιόω purify from guilt aor subj act 3rd sg (epic) ἀφοσιόω purify from guilt fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοσιώσεις — ἀφοσίωσις purification fem nom/voc pl (attic epic) ἀφοσίωσις purification fem nom/acc pl (attic) ἀφοσιόω purify from guilt aor subj act 2nd sg (epic) ἀφοσιόω purify from guilt fut ind act 2nd sg ἀ̱φοσιώσεις , ἀφοσιόω purify from guilt futperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοσίωσιν — ἀφοσίωσις purification fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφοσίωση — η (AM ἀφοσίωσις) νεοελλ. προσήλωση σε κάποιον ή κάτι, ένθερμος ζήλος, μεγάλη αγάπη αρχ. μσν. καθιέρωση αρχ. 1. πράξη που γίνεται μόνο για τους τύπους 2. εξαγνισμός, καθαρμός … Dictionary of Greek
ἀφοσιώσεως — ἀφοσιώσεω̆ς , ἀφοσίωσις purification fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)